τροχάδια

τροχάδια
τροχᾰδ-ια, τά,
A walking-shoes, Edict.Diocl.9.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • τροχάδι — το / τροχάδιον, ΝΜ [τροχάς, άδος] νεοελλ. πέδιλο βοσκών με μία σόλα και λουριά που τήν συγκρατούν στο πόδι, τσαρούχι μσν. στον πληθ. τά τροχάδια υποδήματα κατάλληλα για περπάτημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”